- προδείκνυμι
- και προδεικνύω Α1. δείχνω κάτι ως παράδειγμα («τὸν ζωστῆρα προδείξαντα» — αφού έδειξε τη χρήση τού ζωστήρα, Ηρόδ.)2. δείχνω εκ τών προτέρων τί πρόκειται να συμβεί3. εξηγώ κάτι πρώτος («ὅταν προδείξης οἷον ἐστι τὸ φθονεῑν», Σοφ.)4. καθιστώ εκ τών προτέρων γνωστό5. κρατώ ενώπιόν μου («τὸ τόξον έντεταμένον ἡ ἀριστερὰ προδείκνυσι», Λουκιαν.)6. παρουσιάζω δολώματα, θέλγητρα («προδείκνυμι δελεάσματα», Θεμίστ.)7. (ως τεχνικός όρος) α) (για πυγμάχους) προβάλλω την πυγμή μου, τη γροθιά μου και τήν κουνώ σαν να πρόκειται να χτυπήσω τον αντίπαλο, προβάλλω τα χέρια μου και προσποιούμαι ότι κάνω επίθεση με σκοπό τον αντιπερισπασμό τού αντιπάλουβ) (στον πόλεμο) παίρνω στάση επίθεσης8. (για τη σουπιά) εμφανίζω το κεφάλι9. φρ. «σκήπτρῳ προδείκνυμί τι»(για τυφλό) βρίσκω τον δρόμο ανιχνεύοντας πρώτα το έδαφος με τη ράβδο.
Dictionary of Greek. 2013.